- κατασκονίζω
- καλύπτω, γεμίζω κάτι ή κάποιον με σκόνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασκονίζω — κατασκόνισα, κατασκονίστηκα, κατασκονισμένος, κάνω κάτι να γεμίσει σκόνη: Τα παπούτσια σου είναι κατασκονισμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κονιορτώ — κονορτῶ, όω (ΑM, Μ και άω) [κονιορτός] καλύπτω με κονιορτό, κατασκονίζω κάποιον ή κάτι … Dictionary of Greek